- σαβουρώνω
- σαβουρώνω, σαβούρωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
σαβουρώνω — Ν [σαβούρα] 1. βάζω σαβούρα στο πλοίο, τοποθετώ έρμα, ερματίζω 2. μτφ. γεμίζω το στομάχι μου με τροφή, περιδρομιάζω, τρώγω κατά κόρον … Dictionary of Greek
σαβουρώνω — σαβούρωσα, σαβουρώθηκα, σαβουρωμένος 1. τοποθετώ έρμα. 2. μτφ., γεμίζω το στομάχι με πολλή τροφή: Τη σαβούρωσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεσαβουρώνω — και ξεσαβουριάζω 1. αφαιρώ τη σαβούρα, το έρμα από το πλοίο, αφερματίζω 2. αποβάλλω τη σαβούρα, το έρμα («το πλοίο ξεσαβουρώνει») 3. απαλλάσσω κάτι από καθετί το άχρηστο, από περιττό φορτίο, καθαρίζω 4. απαλλάσσομαι από ένα βάρος ή από περιττό… … Dictionary of Greek
σαβούρωμα — το, Ν [σαβουρώνω] 1. το γέμισμα πλοίου ή αεροστάτου με σαβούρα 2. μτφ. α) υπερβολική λήψη τροφής, περιδρόμιασμα β) συλλογή άχρηστων ή ασήμαντων αντικειμένων … Dictionary of Greek
ερματίζω — ερμάτισα, τοποθετώ έρμα στο πλοίο ή το αερόστατο, αλλ. σαβουρώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)